- ολισθητικός
- -ή, -ό (Α ὀλισθητικός, -ή, -όν)αυτός που κάνει κάτι ολισθηρόνεοελλ.γλιστερός, ολισθηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθη- τού ὀλισθάνω (πρβλ. ὠλίσθηκα), πιθ. μέσω αμάρτυρου επιθ. *ολισθητός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλισθητική — ὀλισθητικός making slippery fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)